- δύσφρονος
- δύσφρωνsad at heart: gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύσφρονος — δύσφρων sad at heart gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek